Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Εκατό χρόνια από τη σφαγή του Λάντλοου

Ένοπλοι εργάτες στο Κολοράντο - Ακούστε το τραγούδι του Γούντι Γκάθρι «The Ludlow Massacre». Το 1914, στο Κολοράντο του αμερικανικού νότου, γράφτηκε μία από τις πιο ηρωικές σελίδες στην ιστορία του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Το «άγριο» νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή εξελισσόταν στην αμερικανική πρωτεύουσα του άνθρακα. Εργάτες από όλον τον κόσμο, Ιταλοί, Μεξικάνοι, Έλληνες, Σλάβοι, Κινέζοι έφταναν στις ΗΠΑ με υποσχέσεις από τους δουλεμπόρους ότι θα τους οδηγούσαν στη «γη της επαγγελίας». Στη συνέχεια, τους έφερναν στα ανθρακωρυχεία των Ροκφέλερ και των Λαμόντ για να δουλέψουν -και πολύ συχνά να πεθάνουν- στις μαύρες στοές των ορυχείων.
Για τη διαμονή των εργατών είχαν δημιουργηθεί ειδικοί φρουρούμενοι καταυλισμοί γύρω από τα ορυχεία. Οι καταυλισμοί, τα σπίτια, τα ιατρεία, τα μαγαζιά, οι πανσιόν, όλα ανήκαν στην εταιρεία των ορυχείων. Οι συνθήκες δουλειάς, ασφάλειας και ζωής ήταν άθλιες. Οι εργάτες, τις περισσότερες φορές, δεν πληρώνονταν με κανονικά χρήματα, αλλά με κουπόνια, τα λεγόμενα «script», που υποχρεωτικά εξαργύρωναν στα μαγαζιά της εταιρείας, με υψηλές τιμές. Οι εργάτες ουσιαστικά ανήκαν στην εταιρεία. Πληρώνονταν ανάλογα με την καθημερινή παραγωγή και τις περισσότερες φορές τους έκλεβαν οι ελεγκτές - άνθρωποι των εταιρειών.
Αυτές οι συνθήκες οδηγούσαν σε ξεσπάσματα και εξεγέρσεις των εργατών, χωρίς όμως την αναγκαία οργάνωση και προετοιμασία.
Την ανάγκη για οργάνωση των εργατών ήρθε να εκπληρώσει η Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής. Το συνδικάτο έπρεπε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και δυσκολίες, όπως την απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης, την εργοδοτική τρομοκρατία, τους χαφιέδες και τους μπράβους των εταιρειών, αλλά και τις προκαταλήψεις των εργατών, ακόμη και την αδυναμία συνεννόησης λόγω της πολυγλωσσίας των εργατών.
Οι συνδικαλιστές εργάτες έπιαναν δουλειά στα ορυχεία και δρούσαν παράνομα, προσπαθώντας να ξεσηκώσουν και να οργανώσουν τους εργάτες. Αν κάποιος πιανόταν για συνδικαλισμό, τον έδιωχναν και δεν μπορούσε να πιάσει δουλειά σε κανένα ορυχείο.
Το ιστορικό της απεργίας
Το Σεπτέμβρη του 1913, ξέσπασε η μεγάλη απεργία του Λάντλοου, μετά το θάνατο ενός συνδικαλιστή εργάτη στα ορυχεία της εταιρείας CFI, ιδιοκτησίας Ροκφέλερ και ήταν το αποκορύφωμα της καταπίεσης και των άθλιων συνθηκών για τους 12.000 εργάτες ανθρακωρύχους της περιοχής.
Οι ανθρακωρύχοι της CFI πληρώνονταν 1,68 δολάρια την ημέρα και ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται υπό πολύ σκληρές συνθήκες. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τους ανθρακωρύχους του Κολοράντο, όπου τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν συχνά στο διπλάσιο του εθνικού μέσου όρου.
Οι προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης των ανθρακωρύχων του Κολοράντο χρονολογούνται από την πρώτη απεργία του 1883, στην οποία προσπάθησαν να γίνουν μέλη της Δυτικής Ομοσπονδίας Εργατών Ορυχείων, το 1913 προσπάθησαν να οργανωθούν στους Ενωμένους Εργάτες Ορυχείων της Αμερικής (αργότερα, το 1927, εντάχθηκαν στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου).
Αιτήματα των εργατών ήταν η καθιέρωση του οκτάωρου, η αναγνώριση του συνδικάτου, η θέσπιση μέτρων ασφάλειας στα ορυχεία, η κατάργηση των φρουρών, των «script», η αναγνώριση του δικαιώματος να ψωνίζουν σε όποιο κατάστημα ήθελαν, να μπορούν να πηγαίνουν στην πόλη κλπ.
Οι απαιτήσεις των ΕΕΟΑ προς την CFI ήταν οι εξής:
«... Η αναγνώριση των Ενωμένων Εργατών Ορυχείων Αμερικής ως παράγοντα διαπραγμάτευσης για τους εργαζόμενους στα ορυχεία άνθρακα όλου του Κολοράντο και του βόρειου Νέου Μεξικό, ένα αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου βάρους (checkweighmen) σε όλα τα ορυχεία, την αποζημίωση για το σκάψιμο του άνθρακα με βάση τον έναν τόνο στις £ 2.000, ημιμηνιαία καταβολή των μισθών σε νόμιμο χρήμα, η κατάργηση του πρόχειρου χαρτονομίσματος και του συστήματος φορτηγού, τέλος στις διακρίσεις εις βάρος των μελών της ένωσης και αυστηρή εφαρμογή των νόμων του κράτους σχετικά με τις υποχρεώσεις των φορέων εκμετάλλευσης, σχετικά με την παροχή ξύλων, σίδερων και άλλων υλικών στους ανθρακωρύχους σε υπόγειες εργασίες».
Οι απεργοί εργάτες εκκένωσαν τους καταυλισμούς και έστησαν σκηνές στο Λάντλοου. Το Λάντλοου είναι μια περιοχή στους πρόποδες των Βραχώδων Ορέων, νότια του Ντένβερ, πρωτεύουσα του Κολοράντο. Οι καταυλισμοί με τις σκηνές λειτουργούσαν μετά από λίγες εβδομάδες ως κανονική πόλη, με 1.200 εγκατεστημένους εργάτες, σε σκηνές που έδωσε το συνδικάτο. Βοηθούμενοι από ομάδες της Ένωσης Ορυχείων σε όλες τις ΗΠΑ, οι απεργοί οργάνωσαν «πόλεις σκηνών» στις εκβολές των φαραγγιών που οδηγούσαν στα ανθρακωρυχεία (σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν τους απεργοσπάστες από το να τους αντικαταστήσουν) και συνέχιζαν την απεργία τους.
Η απεργία των εργατών προκάλεσε την αντίδραση των Ροκφέλερ, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ιδιωτικό στρατό, αποτελούμενο από μπράβους του Πρακτορείου «Μπελτουιν - Φελτς», ειδικευμένου στην καταστολή απεργιών. Ο ιδιωτικός στρατός των Ροκφέλερ ενισχύθηκε από την Εθνοφρουρά που απέστειλε στην περιοχή ο κυβερνήτης του Κολοράντο. Μπράβοι και εθνοφρουροί τρομοκρατούσαν τους εργάτες, οργάνωναν προβοκάτσιες, χωρίς να κάμψουν το φρόνημα των απεργών.
Μετά από τρεις μήνες δόθηκε εντολή να αποσυρθεί η Εθνοφρουρά, λόγω κόστους συντήρησης, ωστόσο τελικά παρέμεινε επανδρωμένη από μπράβους του Ροκφέλερ, μετά από συμφωνία με τον τοπικό κυβερνήτη.
Σε ηγετική μορφή της απεργίας αναδείχτηκε ο Έλληνας συνδικαλιστής εργάτης από την Κρήτη, Λούης Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης το πραγματικό του όνομα). Ο Λούης Τίκας ήταν μετανάστης από την Κρήτη, είχε δουλέψει σε χαλυβουργεία και ορυχεία του Κολοράντο και ήταν οργανωμένος στην Ένωση Ανθρακωρύχων.
Η αντοχή των απεργών ανάγκασε την εταιρεία να φέρει στην περιοχή βαρύ οπλισμό, όπως πολυβόλα και ένα τεθωρακισμένο όχημα, που το αποκαλούσαν «Τραίνο του Θανάτου» (Death Special). Στόχος ήταν η επίθεση και εκκένωση των απεργιακών καταυλισμών. Επικεφαλής του στρατού των αφεντικών ήταν ο υπολοχαγός Καρλ Λίντερφερντ.
Η επίθεση έγινε στις 20 Απρίλη, μία ημέρα μετά το ελληνικό Πάσχα που γιόρτασαν όλοι μαζί οι εργάτες, Έλληνες, Μεξικάνοι, Ιταλοί κ.ά., με χορούς, ψητά αρνιά, αγώνες μπέιζμπολ.
Οι εθνοφρουροί ζήτησαν από τον Λούη Τίκα να παραδώσει έναν απεργό. Εκείνος αρνήθηκε, γιατί δεν υπήρχε ένταλμα. Τότε η εθνοφρουρά άνοιξε πυρ εναντίον των σκηνών, σκορπώντας το θάνατο στους απεργούς και τις οικογένειές τους. Οι εργάτες ανταπέδωσαν και άρχισαν ανταλλαγές πυροβολισμών. Οι ανθρακωρύχοι έσκαψαν προστατευτικούς λάκκους, κάτω από τις σκηνές τους για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, για να προστατευτούν από τους πυροβολισμούς των πολυβόλων από τους φρουρούς της εταιρείας.
Εκείνο το βράδυ, υπό την κάλυψη του σκοταδιού, οι πολιτοφύλακες μπήκαν στον καταυλισμό και έβαλαν φωτιά σε σκηνές, σκοτώνοντας δύο γυναίκες και έντεκα παιδιά που είχαν βρει καταφύγιο από τους πυροβολισμούς σε ένα λάκκο κάτω από μια σκηνή. Δεκατρείς άλλοι άνθρωποι πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν επίσης κατά τη διάρκεια των μαχών.
Ο Λούης Τίκας πιάστηκε από την εθνοφρουρά. Ο Λίντερφελτ του έσπασε το κρανίο με τον υποκόπανο του όπλου του. Μετά, τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Άφησαν τη σορό του επί τρεις μέρες μες στον ήλιο, σε σημείο που να φαίνεται από τα περαστικά τρένα. Δίπλα οι σοροί δύο ακόμη μελών του Συνδικάτου.
Καθώς τα νέα της σφαγής εξαπλώθηκαν, εργαζόμενοι σε όλη τη χώρα κατέβηκαν σε απεργία, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους υπόλοιπους ανθρακωρύχους, που βρίσκονταν σε απεργία στο Κολοράντο και να εκφράσουν τη στήριξή τους προς εκείνους που είχαν χάσει τους αγαπημένους τους στο Λάντλοου. Πολλές πόλεις της πολιτείας καταλήφθηκαν από τους ανθρακωρύχους και ορισμένες μονάδες της Εθνικής Φρουράς κατέβασαν επίσης τα όπλα τους και αρνήθηκαν να πολεμήσουν.
Η απεργία των ανθρακωρύχων του Λάντλοου δεν πέτυχε τον άμεσο στόχο της και με αυτή την έννοια ηττήθηκε. Νίκησε όμως, γιατί πλέον τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Η σφαγή του Λάντλοου αποτέλεσε τη σπίθα για να φουντώσει τα επόμενα χρόνια το αμερικανικό εργατικό κίνημα, το κίνημα των εργατών στα ορυχεία του Κολοράντο και όλων των ΗΠΑ. Οι εργάτες είδαν κατάματα τα εγκλήματα στα οποία μπορούν να φτάσουν οι καπιταλιστές, προκειμένου να προστατέψουν τα συμφέροντά τους. Είδαν ότι το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά υπηρετεί την τάξη εκείνη των καπιταλιστών, που έχουν την εξουσία και την οικονομία στα χέρια τους. Η απεργία του Λάντλοου διαπαιδαγώγησε τους εργάτες στον αγώνα για την απελευθέρωσή τους και την οριστική κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Η απεργία και η σφαγή του Λάντλοου ενέπνευσε όχι μόνο εργάτες, αλλά και καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές. Το 1944, ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60. Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο «Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας». Το μυθιστόρημα του συγγραφέα Άπτον Σίνκλαιρ «Βασιλιάς Άνθρακας» είναι εμπνευσμένο από την απεργία του Λάντλοου.
Το 1918, στήθηκε ένα μνημείο για να τιμήσει όσους έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της απεργίας. Αυτά τα άτομα έχασαν τη ζωή τους στη Σφαγή του Λάντλοου και αναγράφονται στο μνημείο.


«ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ»

Η Λαμπρινή Θωμά και ο Νίκος Βεντούρας μιλούν στον Κώστα Εφήμερο για το ντοκιμαντέρ τους, «Παλληκάρι, ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου», μια μοναδική καταγραφή μίας από τις σημαντικότερες στιγμές του αμερικανικού εργατικού κινήματος, που σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Έλληνα μετανάστη συνδικαλιστή Ηλία Σπαντιδάκη (Λούη Τίκα).
Στις 20 Απριλίου 2014 έκλεισαν 100 χρόνια από τη Σφαγή του Λάντλοου και τη δολοφονία του Λούη Τίκα, Έλληνα μετανάστη, ανθρακωρύχου και ενεργού συνδικαλιστή, από την Εθνοφρουρά του Κολοράντο, η οποία προάσπιζε τα συμφέροντα των Ροκφέλερ ενάντια στους εργαζόμενους. 
«Είναι από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, είναι από τις στιγμές που άλλαξαν όχι μόνο την ιστορία αλλά και την ίδια την ιστορική προσέγγιση. Να σου πω μόνο ότι, ο διασημότερος ιστορικός της αμερικανικής αριστεράς, ο Χάουαρντ Ζιν, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λαϊκή ιστορία των ΗΠΑ όταν πρωτοέρχεται σε επαφή με το Λάντλοου. Κι ύστερα, η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, η καταπάτηση κάθε εργατικού δικαιώματος, που κερδίσαμε με αίμα, και η κατάσταση με τους μετανάστες κάνουν την ιστορία επίκαιρη, έναν αιώνα μετά. Η παραλληλία δείχνει ξεκάθαρα πού βρισκόμαστε και ποιος είναι ο δρόμος μας, νομίζω. Όμως, δεν ήταν μόνον αυτό. Υπήρξε προσωπική σχέση, επαφή. Ερωτευτήκαμε αυτόν τον υπέροχο Έλληνα, τον Λούη Τίκα, αλλά και τους ανθρώπους που κρατούν ζωντανή τη μνήμη του, από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο Λάντλοου, στο Κολοράντο. Αυτή η επαφή, με τη μνήμη και με τους ολοζώντανους φορείς της, ήταν που μας οδήγησε να αναζητήσουμε τα βήματα του Ηλία Σπαντιδάκη, του Λούη μας, και να αποφασίσουμε πως έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ντοκιμαντέρ η ιστορία, να αποκτήσει τη δύναμη, από την εικόνα, να νικήσει και το χρόνο και την απόσταση», λέει η Λαμπρινή Θωμά, που μαζί με το φωτογράφο και σκηνοθέτη Νίκο Βεντούρα δούλεψαν το ντοκιμαντέρ «Παλληκάρι - Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου», παρουσιάσθηκε στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.
«Ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες δημοσιογράφοι που έφτασαν εκεί, στο Λάντλοου, το 2007. Για να φωτογραφίσω την πρώτη φορά, πηδήσαμε μαντρότοιχους», γελάει ο Νίκος. «Οδηγός μας, ο τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ, ο οποίος και μας σύστησε στον Ντέιβιντ Μέισον, τον πολιτειακό ποιητή του Κολοράντο, που έχει γράψει ένα συγκλονιστικό ποίημα χιλίων στίχων για το Λάντλοου.. Μετά τη δημοσίευση του άρθρου, στη Sport Day και στο κυριακάτικο περιοδικό της το SMS, δεν ησυχάσαμε. Ξέραμε ότι έπρεπε να ξαναπούμε αυτήν την ιστορία, έτσι που να φτάσει σε περισσότερο κόσμο. Κι όταν ήρθε η Κρίση, ήμασταν πια σίγουροι.».
«Αρχικά συγκεντρώσαμε υλικό και κάναμε τη σχετική έρευνα στη βιβλιογραφία. Έτσι “συναντηθήκαμε” μεσα από τα βιβλία με τον Elliott Gorn, τον κατ’ εξοχήν ειδικό στη Mother Jones, με τον Thomas G. Andrews, που έχει γράψει ένα εξαίρετο πόνημα πάνω στους πολέμους του Κάρβουνου στο Κολοράντο και με τον Κωστή Καρπόζηλο της Ταξισυνειδησίας, που έχει κάνει καταπληκτική έρευνα πάνω στους Ελληνοαμερικανούς αριστερούς του 20ου αιώνα», συμπληρώνει η Λαμπρινή.
 «Η πρώτη μας απόπειρα για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ έγινε το 2010, όταν ήρθαμε σε επαφή με τον Ζήση Παπανικόλα, τον κατ' εξοχήν ειδικό στο θέμα, και προσπαθήσαμε, χωρίς όμως ανταπόκριση, να δούμε αν μπορεί να βρεθεί κάποια χορηγία. Δεν το βάλαμε όμως κάτω, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με όσα μέσα διαθέτουμε οι ίδιοι», λέει.
«Θελήσαμε να πούμε την ιστορία, που άφησε βαθιά σημάδια στην ιστορία των ΗΠΑ, να θυμίσουμε την τέχνη που γεννήθηκε από το Λάντλοου, από το λαϊκό τραγούδι της εποχής ως την επώνυμη σύγχρονη ποίηση - αν και, μεταξύ μας, δε μπορέσαμε να χρησιμοποιήσουμε όλα όσα θέλαμε, γιατί όταν μάθαμε τι απαιτούνταν για τα δικαιώματα λχ του υπέροχου τραγουδιού του Γούντυ Γκάθρυ που κράτησε τη μνήμη ζωντανή, τρομάξαμε και φυσικά δε χρησιμοποιήσαμε το τραγούδι! Δεν ήταν μόνο η ιστορία, ήταν κι οι άνθρωποι. Να σου πω την αλήθεια, γι' αυτό αγαπάω τη δημοσιογραφία, είναι οι άνθρωποι η αιτία της αγάπης μου. Και καταγράψαμε συγκλονιστικούς ανθρώπους. Τον Φράνκ Μάννινγκ και την προσωπική του διαδρομή, τον τρόπο που ανακάλυψε ότι ο πατέρας του είχε πάρει το όνομα Λιούις από τον Λούη Τίκα, τον ξέραμε, και θέλαμε οπωσδήποτε και την ιστορία του και το υπέροχο και βραβευμένο τραγούδι του για το Λούη. Από ανθρώπινης άποψης, για εμας ήταν αποκάλυψη η Ανελίζ Μπονακίστα, δισέγγονη ανθρακωρύχου και ιστορικός, που μας μίλησε για το όπλο του προπάππου Αμπρόζιο Μπονακίστα, του συμπολεμιστή του Λούη, η οποία κουβαλάει τόσο ζωντανό το βίωμα που λες και καταργεί το χρόνο. Κι αυτό ήταν κάτι που συναντήσαμε σε ολόκληρη την περιοχή, όχι μόνον σε όσους κάναμε συνέντευξη.».
Ζητάω από τη Λαμπρινή να διηγηθεί κάποια περιστατικά. «Τι να σου πω; στο Γουόλσεμπεργκ, εκεί που τρώγαμε με μια ντόπια ερευνήτρια και δασκάλα, ήρθε το 20χρονο γκαρσόνι να μας ρωτήσει αν άκουσε καλά, αν όντως ετοιμάζουμε ντοκιμαντέρ για το Λάντλοου, και ζήτησε από τη συνομιλήτριά μας να ανοίξουν το παλιό, ιστορικό σινεμά, αν είναι, για την προβολή. Έλαμπε ολόκληρος! Στο Λάντλοου, στο μνημείο, ένας 25άρης Καναδός ανθρακωρύχος που συναντήσαμε τυχαία και που είχε κάνει όλο το ταξίδι για προσκύνημα, αρνήθηκε μεν να μας μιλήσει, γιατί αυτό ήταν για κείνον κάτι πολύ προσωπικό, αλλά μου είπε βουρκωμένος - ένας άντρας ως εκεί πάνω!- ότι ήταν πολύ ωραίο αυτό που κάνουμε.».
Συνολικά πήρε πάνω από τέσσερα χρόνια η προετοιμασία, η μελέτη της ιστορίας, η αναζήτηση των ανθρώπων που θα μιλούσαν. Τα λεφτά δεν βρέθηκαν, αλλά όταν όλα ήταν έτοιμα, αποφάσισαν ότι αυτό δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο. Σε μια χρεωμένη Ελλάδα, μία ακόμα παραφουσκωμένη πιστωτική κάρτα δεν αποτελεί πρωτοτυπία.

«Φυσικά υπήρχαν έξοδα. Σημαντικά, αλλά όχι τόσο μεγάλα που να μας εμποδίσουν, καθώς οι νέες τεχνολογίες συμπιέζουν το κόστος, ειδικά αν ξέρεις να χρησιμοποιήσεις φωτογραφικές κάμερες με δυνατότητα βίντεο, οι οποίες υπερέχουν από τις συμβατικές βιντεοκάμερες. Είχαμε εξάλλου καλούς φίλους που μας βόηθησαν όταν προέκυψε θέμα ρευστότητας. Ειδικά θα αναφέρω τον συνεργάτη της Λαμπρινής στις εκπομπές της, τον Παναγιώτη Ανδριόπουλο, και τον καθηγητή του USCD και εξαιρετικό φίλο, Γιάννη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μας φιλοξένησε και μας βοήθησε όταν κάποια αναδρομικά στα οποία προσβλέπαμε καθυστέρησαν», λέει ο Νίκος.
 «Δεν θέλω πάντως να δώσω την εντύπωση ότι ήταν τραγικά τα πράγματα. Και φίλους είδαμε και εκδρομές κάναμε εκτός γυρισμάτων, δεν μας έλλειψε τίποτε. Για εμάς, άλλωστε, εκτός από το γύρισμα, το οποίο ήταν σχετικά εύκολο, ήταν και ταξίδι ανακάλυψης και αναψυχής, γιατί αγαπάμε την Αμερική και τους απέραντους δρόμους της. Εν πάσει περιπτώσει, τα καταφέραμε, αγοράσαμε εξοπλισμό, εισιτήρια, πληρώσαμε έναν βοηθό κλπ, βάζοντας πολλή προσωπική δουλειά - έρευνα, επαφές, γράψιμο, σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, ήχο τα κάναμε όλα μόνοι. Σε άλλα είχαμε και τη βοήθεια των φίλων μας - κάποιοι μας βοήθησαν στο τράνσκριπτ, άλλοι στη μετάφραση, έχουμε μέχρι και δωρεάν μουσική γραμμένη ειδικά για το ντοκιμαντέρ από τον αδελφό μου, που είναι κλασσικός μουσικός».
«Υπήρξαν φάσεις που σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε στο κοινό, να ζητήσουμε χρηματοδότηση. Όμως, τελικά, το είδαμε λίγο ακτιβιστικά», συμπληρώνει η Λαμπρινή. «Είμαστε τυχεροί να έχουμε και οι δύο δουλειά, και αφού δεν πληρωνόμαστε και αφού οι φίλοι μας βοήθησαν δωρεάν, ε, είπαμε θα μας πάρει κανά-δυο χρόνια να ξεχρεώσουμε μεν, μπορούμε να επιβιώσουμε όμως - πώς να ζητήσουμε από τον κόσμο που δεν έχει; Ύστερα, καλύτερα να δώσουν στο The Press Project ό,τι θα έδιναν για το ντοκιμαντέρ, ώστε να κρατήσουμε ενεργούς τους server και να συνεχίσουμε το πυρ κατά βούλησιν κατά των δυνάμεων του σκότους!», γελάει. «Και πάλι, ίσως τους χρειαστούμε αργότερα. Υπάρχει μια τεράστια, παραγνωρισμένη ιστορία, η ιστορία των Ελλήνων εργατών και εργαζομένων έξω από τα σύνορά μας - ιστορία που είναι γεμάτη αγωνιστές και στιγμές μοναδικής ομορφιάς του ανθρώπου, οι οποίες παραμένουν μακριά από το ευρύ κοινό. Λέμε λοιπόν να βουτήξουμε στα βαθιά. Με τον Νίκο δουλεύουμε δέκα χρόνια μαζί, έγραφα και φωτογράφιζε επαγγελματικά για χρόνια, δεν χρειάζεται σχεδόν να μιλάμε πια, βλέπουμε τον κόσμο με το ίδιο βλέμμα. Ξέρω πως θα τα καταφέρουμε. Κι όχι μόνο γιατί αγαπάμε τη δουλειά μας και μας δίνει τεράστια χαρά η ίδια η δημιουργία, αλλά και γιατί είμαστε πια βέβαιοι ότι οι ιστορίες αυτές σε περιμένουν μαζί με καταπληκτικούς ανθρώπους και την αλήθεια τους.».
Site παραγωγής: http://www.palikari.org/